14 Νοε 2009

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Τι προβλέπει ο νόμος, τι πραγματικά ‘‘αξιολογείται’’ και τι σημαίνει για όλους εμάς η επιχειρούμενη εφαρμογή του στο τμήμα μας…

Καταρχάς επειδή η έννοια της αξιολόγησης προδιαθέτει θετικά ως προς το περιεχόμενό της και επειδή στο τμήμα μας διαχέεται από τη ΔΑΠ μια πολύ στρεβλή εικόνα για την πραγματική φύση και τους σκοπούς του νόμου είναι αναγκαίο να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Ο νόμος που επιχειρείται να υλοποιηθεί σε κανένα σημείο του δεν μιλά για αξιολόγηση των κτηριακών υποδομών και των τεχνικών μέσων που διαθέτουν τα ιδρύματα, ούτε για τις παροχές φοιτητικής μέριμνας ( ποιότητα σίτισης-στέγασης ) και άλλων με πιο ευρεία έννοια φοιτητικών παροχών όπως είναι η κατάσταση των φοιτητικών λεσχών ( θεατρική, κινηματογραφική...), των διδασκαλείων ξένων γλωσσών κ.λ.π. Επίσης δεν λαμβάνεται πουθενά ως κριτήριο ή θέμα προς διερεύνηση το πιο κρίσιμο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και που δεν είναι άλλο από την απουσία επαγγελματικών-εργασιακών δικαιωμάτων στα πτυχία μας και άρα την έστω και στοιχειώδη εξασφάλιση μιας κάποιας επαγγελματικής προοπτικής.

Υπό αυτές τις συνθήκες και αφού είναι ξεκάθαρο ότι η αξιολόγηση δεν έχει σαν κύριο αντικείμενό της την επίλυση των πιο βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, τίθεται το ερώτημα τι εν τέλει αξιολογείται και που αποσκοπούν οι επιδιωκόμενους αλλαγές. Σαν κυρίαρχος σκοπός της αξιολόγησης τίθεται το ζήτημα της πιστοποίησης της ποιότητας των ιδρυμάτων [στην κατεύθυνση συγκρότησης του ΚΕΧΑΕ (Κοινός Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης, κατά τις επιταγές των συνθηκών της Μπολόνιας και της Λυσαβώνας της Ε.Ε.)] με βασικά κριτήρια την αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών του κάθε τμήματος σε σχέση με τις ανάγκες της αγοράς και ακολούθως την απορρόφηση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας,. Είναι αυτονόητο τι σημαίνει αυτό για ένα τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών με γενικό και σχετικά ασαφές επιστημονικό αντικείμενο σε σχέση πάντα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και είναι επίσης πασιφανές τι επιπτώσεις θα έχει για το τμήμα η εξάρτηση της χρηματοδότησης που θα λαμβάνει από τα παραπάνω κριτήρια όταν σχεδόν το 80% των αποφοίτων ετεροαπασχολούνται. Θα αναφερθούμε στο ζήτημα αυτό αναλυτικότερα στη συνέχεια. Είναι κομβικής σημασίας γεγονός ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση καθορίζονται πανελλαδικά από μια 15 μελή επιτροπή την Α.ΔΙ.Π.( Αρχή για τη Διασφάλιση της Ποιότητας ) η οποία όπως είναι φυσικό δεν βρίσκεται σε καμία ανάδραση με τα επιμέρους ιδρύματα και πόσο μάλλον με τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές σε καθένα από αυτά. Οι επιτροπές εσωτερικής αξιολόγησης που συγκροτούνται σε κάθε τμήμα ξεχωριστά κατά κανένα τρόπο, με βάση το νόμο, δεν παρεμβαίνουν στην διαδικασία επιλογής των κριτηρίων ούτε στη λήψη των αποφάσεων καθώς ο ρόλος τους περιορίζεται στη σύνταξη μιας έκθεσης «σύμφωνα με τα κριτήρια, τους δείκτες αξιολόγησης...τις κατευθύνσεις και τα πρότυπα που εκδίδει η Α.ΔΙ.Π.» άρα θα έχουν καθαρά συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό ρόλο. Με λίγα λόγια μια 15μελής επιτροπή ‘τεχνοκρατών’ ελεγχόμενων από το υπουργείο και τις επιλογές της κυβέρνησης θα αποφασίζει ποία είναι τα προβλήματά μας και πως πρέπει αυτά να επιλυθούν χωρίς εμάς, μέσω των Γενικών μας Συνελεύσεων και των οργάνων που ανέδειξε όλα αυτά τα χρόνια το φοιτητικό κίνημα. Αυτά για όσους πιστεύουν ότι η αξιολόγηση έρχεται γενικά να λύσει τα προβλήματα που εμείς αξιολογούμε ως σημαντικά και ότι η απλή συμπλήρωση κάποιων ερωτηματολογίων σημαίνει ενεργό συμμετοχή στην όλη διαδικασία.

Η παραπάνω δομή καταδεικνύει και το ρόλο που έρχεται να παίξει η αξιολόγηση ως προθάλαμο για την εφαρμογή των επιλογών του υπουργείου στο πεδίο των αναδιαρθρώσεων καθώς η όλη διαδικασία θα κατευθύνεται επί της ουσίας από αυτό. Έτσι μπαίνουμε και στο πιο επί της ουσίας ζήτημα που καταδεικνύει και τον σκοπό και τις πραγματικές προθέσεις του νόμου. Δεν είναι τυχαίο ότι η προώθηση της εφαρμογής της αξιολόγησης γίνεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του πρότυπου εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας των ιδρυμάτων ο οποίος εμπεριέχει εκτός αυτής τις πιο κομβικές αιχμές της αναδιάρθρωσης [ σχετικά με την πειθάρχηση του φοιτητικού κινήματος και την προσπάθεια διαλυτοποίησης κάθε προσπάθειας για αγωνιστικές κινητοποιήσεις ( πειθαρχικά συμβούλια φοιτητών, οριοθέτηση υποχρεωτικά των εξαμήνων σε 13 εβδομάδες ), σχετικά με την εντατικοποίηση των όρων φοίτησης ( εισαγωγή αλυσίδων μαθημάτων, διαγραφές όσων ξεπεράσουν το όριο των 2ν ετών φοίτησης )]. Περιλαμβάνει επίσης και τα 4ετή επιχειρησιακά προγράμματα που καταθέτει η κάθε σχολή στο υπουργείο προκειμένου να εγκριθεί η χρηματοδότηση της και εδώ αποδεικνύονται οι πραγματικές προθέσεις καθώς προαπαιτούμενο για να κατατεθούν τα 4ετή επιχειρησιακά πλάνα της κάθε σχολής είναι η εφαρμογή της αξιολόγησης καθώς η χρηματοδότηση γίνεται βάσει αυτής. Συνεπώς η σχολή μας που λόγω των κριτηρίων όπως αναπτύχθηκαν στην αρχή της παραγράφου θα επιτύχει χαμηλό σκόρ στην αξιολόγηση θα λαμβάνει και την αντιστοίχως χαμηλή χρηματοδότηση με ότι αυτό συνεπάγεται για ένα ήδη υποχρηματοδοτούμενο τμήμα. Άρα χρηματοδότηση με βάση την αξιολόγηση που περικλείει και τον βαθμό εμπέδωσης της αναδιάρθρωσης σημαίνει και ασφυκτική οικονομική πίεση στα τμήματα για να προωθήσουν τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις αν θέλουν να επιβιώσουν.

Η αξιολόγηση όμως δεν μένει μόνο εκεί. Βάσει των πλήρως ιδιωτικοοικονομικών κριτήριών με τα οποία θα γίνεται αυτή , εδώ ενδεικτική είναι η εισαγωγή manager, και αναλόγως με τα αποτελέσματα της, η Α.ΔΙ.Π. μπορεί να επιβάλει αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών για να γίνει αυτό πιο ‘ανταγωνιστικό’, κατάτμηση τμημάτων κ.α. Αυτό προφανώς θα έχει ως αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη εξειδίκευση και άρα την περαιτέρω συρρίκνωση των επαγγελματικών μας προοπτικών και της δυνατότητάς μας να αποκτήσουμε επαγγελματικά δικαιώματα στο πτυχίο. Η αξιολόγηση φέρνει επίσης τις πιστωτικές μονάδες (credits). Τι σημαίνει αυτό πρακτικά, ότι όλες οι δραστηριότητες εντός σχολής ( μαθήματα, παρακολουθήσεις, εργασίες) αλλά και εκτός ( σεμινάρια, ξένες γλώσσες, πρακτική άσκηση, κ.α )αντιστοιχούν σε κάποιες πιστωτικές μονάδες με βάση τις οποίες θα αξιολογείται το πτυχίο του καθενός ατομικά. Άρα οδηγούμαστε σε ένα ατελείωτο κυνήγι παρακολουθήσεων, σεμιναρίων κ.λ.π. προκειμένου ο καθένας μας με έναν εντελώς εξατομικευμένο τρόπο να κατορθώσει να πάρει ένα ‘καλό ‘ πτυχίο, προφανώς διασπασμένο και με minimum, αν υπάρχει επαγγελματική κατοχύρωση. Εκτός από την διαλυτοποίηση κάθε δυνατότητας συλλογικής δράσης πάνω σε ζητήματα όπως τα επαγγελματικά δικαιώματα και η εργασιακή προοπτική αλλά και γενικότερα επιβολής μιας κατάστασης ακραίου ανταγωνισμού και εντατικοποίησης στις συνθήκες φοίτησης, που είναι και κυρίαρχη στόχευση του νόμου, η εισαγωγή πιστωτικών μονάδων θα έχει επιπτώσεις και σε άλλα επίπεδα. Σκεφτείτε π.χ. με τι όρους θα συγκροτεί η ΔΑΠ πελατειακές σχέσεις όταν θα μπορεί να παρέχει μέσω διαφόρων ψευτοσεμιναρίων και εκδηλώσεων πιστωτικές μονάδες. Στην κατεύθυνση αυτή της πολυδιάσπασης και του κατακερματισμού έρχεται να προστεθεί και το παράρτημα διπλώματος, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από ένας ατομικός φάκελος αναλυτικής καταγραφής δεξιοτήτων του κάθε αποφοίτου ( με βάση τη λογική των πιστωτικών μονάδων ) που διαμορφώνει προφανώς και απόλυτα εξατομικευμένους και άρα διαλυτικούς όρους όσον αφορά τη δυνατότητα συλλογικών διεκδικήσεων. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας λειτουργίας των πανεπιστημίων με όρους επιχειρηματικότητας και ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων που εισάγει ο νόμος της Αξιολόγησης εντάσσεται και η ρύθμιση για τις ανταποδοτικές υποτροφίες και τα δάνεια. Σε μια εντελώς νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση η ρύθμιση αυτή έρχεται να μετακυλήσει το βάρος της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης στους φοιτητές παρέχοντας σε όσους δεν έχουν τους αναγκαίους πόρους να σπουδάσουν δάνεια που θα αποπληρώνονται με επαχθείς όρους μετά το τέλος των σπουδών και υποτροφίες ως αντάλλαγμα για τις οποίες οι υπότροφοι θα δουλεύουν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Αυτό το τελευταίο είναι πολύ σαφές αν ρίξει κανείς μια ματιά στο τι γίνεται στις πρακτικές ασκήσεις ( ανασφάλιστη εργασία, μισθοί κάτω του μισού του βασικού μισθού κ.λ.π).

Έτσι, ως ΡΑΣ ΕΑΑΚ θεωρούμε ότι ο Φ.Σ Πολιτικού, πιάνοντας το νήμα της τελευταίας Γενικής Συνέλευσης, όπου τοποθετήθηκε ρητά κατά της διαδικασίας αξιολόγησης στο τμήμα μας, πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή ετοιμότητα, ώστε να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια εφαρμογής του αντιδραστικού νόμου περί αξιολόγησης. Γιατί όταν τα συμφέροντα μας στοχοποιούνται το δίλλημα που μπαίνει και πρέπει να απαντηθεί είναι ένα και μοναδικό:

‘Πάντα δύο κατηγορίες: Δρώντες ή θεατές…’’ (Μανώλης Αναγνωστάκης)